Κίνα: ο Σι Τζινπίνγκ συγκεντρώνει περισσότερες εξουσίες ενόσω προετοιμάζεται βαθιά κρίση

Το 20ο Συνέδριο του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) εδραίωσε περαιτέρω την εξουσία του κόμματος-κράτους πάνω στην κοινωνία, με επικεφαλής τον Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Ο Σι εγκαινίασε επίσημα την τρίτη του θητεία ως ανώτατος ηγέτης της χώρας – κάτι που μόνο ο Μάο είχε πετύχει στην ιστορία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Η ανώτερη ηγεσία του ΚΚΚ στελεχώνεται πλέον εξ ολοκλήρου από αξιόπιστους «υπολοχαγούς» του Σι. Το έντονα τονισμένο θέμα αυτού του Συνεδρίου ήταν η αναγκαιότητα της ηγεσίας του κόμματος-κράτους καθώς η χώρα εισέρχεται στην επόμενη περίοδο.

[Source]

Στην Κίνα, όπου τον καπιταλισμό διοικεί μια αυτοαποκαλούμενη «κομμουνιστική» γραφειοκρατία, τα Συνέδρια του ΚΚΚ είναι τα πιο σημαντικά πολιτικά γεγονότα της χώρας.

Φέτος, το Συνέδριο ξεκίνησε εν μέσω της πιο σοβαρής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που έχει γνωρίσει η Κίνα εδώ και δεκαετίες. Η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, ο μεγάλος κοινωνικός θυμός για τα δρακόντεια λοκντάουν λόγω COVID-19, τα συνεχόμενα μπλακ-άουτ και οι κρίσεις όπως αυτή της Evergrande, μεταξύ πολλών άλλων ζητημάτων, κατατρώνε τη σταθερότητα του καθεστώτος του ΚΚΚ με επιταχυνόμενο ρυθμό.

Η συσσωρευόμενη αστάθεια γίνεται αντιληπτή από ένα μεγάλο τμήμα της γραφειοκρατίας του ΚΚΚ, και ο Σι Τζινπίνγκ είναι ο πρώτος μεταξύ εκείνων που υπερασπίζονται την ενίσχυση του ελέγχου του κόμματος-κράτους πάνω στην κοινωνία, ενόψει των επερχόμενων κοινωνικών εκρήξεων. Η ενίσχυση της εξουσίας του Σι και γενικά του ΚΚΚ αντικατοπτρίζει αυτές τις εντεινόμενες αντιφάσεις στα βάθη της κοινωνίας. Το 20ο Συνέδριο δεν είναι παρά ένα ορόσημο σε αυτή τη διαδικασία.

Νέα ηγεσία και μέγιστη εσωκομματική «σύσφιξη»

Σε αυτό το κομματικό Συνέδριο, ο Σι Τζινπίνγκ χάραξε μια γενική πορεία για τη γραφειοκρατία με τη μορφή αλλαγών στην ηγεσία του κόμματος, τροποποιήσεων στο καταστατικό του, και συνεδριακών κειμένων που δημοσιοποιήθηκαν. Αυτά συνήθως αποφασίζονται μήνες νωρίτερα μέσω μυστικών, παρασκηνιακών παζαριών μεταξύ των διαφόρων κομματικών φραξιών, με την προκύπτουσα ηγετική σύνθεση και πολιτική να αντικατοπτρίζει το συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των τάσεων μέσα στη γραφειοκρατία.

Φέτος, ο Σι Τζινπίνγκ εξασφάλισε μια τρίτη θητεία ως κορυφαίος ηγέτης της χώρας. Αυτό υποτίθεται ότι είχε αποκλειστεί ως ενδεχόμενο από την ηγεσία του Ντενγκ μετά το θάνατο του Μάο, για να αποτραπεί η ανάδειξη ενός άλλου μεμονωμένου δικτάτορα, και να προωθείται η συλλογική ηγεσία της γραφειοκρατίας. Το 20ο Συνέδριο έβαλε τέλος σε αυτήν την άγραφη παράδοση και ο Σι Τζινπίνγκ έχει αναδειχθεί πλέον ως ακριβώς εκείνος ο δικτάτορας που οι Ντενγκ και Σία προσπάθησαν να αποτρέψουν να εμφανιστεί πριν από δεκαετίες.

Μάλιστα, ένας ακόμα «κανόνας» που καθιέρωσε ο Ντενγκ επίσης καταρρίφθηκε: αυτός της υπόδειξης ξεκάθαρων διαδόχων εντός της ανώτατης ηγεσίας. Μεταξύ των νέων μελών της Μόνιμης Επιτροπής του Πολιτικού Γραφείου (ΜΕ), δεν υπάρχει προφανής διάδοχος του Σι. Ο Σι θα μπορούσε κάλλιστα να στοχεύει σε περισσότερες θητείες στην εξουσία, και ίσως ακόμη και στο να γίνει ισόβιος Πρόεδρος.

Τίποτα από αυτά δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι το 2018, ο Σι έδειξε τις φιλοδοξίες του επιβάλλοντας τη συνταγματική τροποποίηση που καταργούσε το όριο θητειών για τους Προέδρους και τους Αντιπροέδρους.

Αλλά η συγκέντρωση ισχύος του Σι πηγάζει από τη γενική ανάγκη της γραφειοκρατίας του ΚΚΚ να εδραιώσει ακόμα περισσότερο την εξουσία της ενόψει των αυξανόμενων αντιφάσεων εντός του κινεζικού και του παγκόσμιου καπιταλισμού, καθώς και του αναβρασμού από τα κάτω. Ο Σι έπεισε το κύριο τμήμα της γραφειοκρατίας ότι μόνο με τη συγκέντρωση μεγαλύτερου ελέγχου πάνω στην κοινωνία και την οικονομία μπορεί να διασφαλιστεί η κομματική δικτατορία, τα προνόμια και τα κέρδη.

Ενώ η θέση του ίδιου του Σι ήταν μια προκαθορισμένη εξέλιξη, αυτό που ο κόσμος περίμενε να μάθει ήταν η σύνθεση της Μόνιμης Επιτροπής (ΜΕ), δηλαδή των επτά ισχυρότερων ανθρώπων στην Κίνα, οι οποίοι θα κυβερνήσουν δίπλα στον Σι για τα επόμενα πέντε χρόνια. Από την εποχή του Ντενγκ, η ΜΕ ήταν λίγο-πολύ αναλογικά αντιπροσωπευτική της δύναμης των διαφόρων φραξιών στο ΚΚΚ, με την καθεμία να κρατά την άλλη υπό έλεγχο ενόσω κυβερνούσαν τη χώρα. Και, όπως αναφέρθηκε, η ΜΕ περιελάμβανε συνήθως έναν σαφώς καθορισμένο διάδοχο – συνήθως ένα άτομο στα 50 του.

Με τη νέα σύνθεση της ΜΕ, ο Σι ανατρέπει πλήρως αυτήν την παράδοση. Όποιος θεωρούνταν πιθανό αντίβαρο στον Σι απομακρύνθηκε. Το όργανο στελεχώνεται πλέον εξ ολοκλήρου από τους πιο στενούς και πιστούς υφισταμένους του.

Η νέα ΜΕ απομάκρυνε ισχυρές προσωπικότητες, όπως ο Πρωθυπουργός Li Keqiang, ο Αντιπρόεδρος Han Zheng, ο Πρόεδρος της Πολιτικής Συμβουλευτικής Διάσκεψης Wang Yang και ο επικεφαλής του Εθνικού Λαϊκού Κονγκρέσου Li Zhanshu. Αυτά τα στοιχεία, αν και ήταν ήδη πολύ υποταγμένα στον Σι τα προηγούμενα πέντε χρόνια, θεωρήθηκαν ως πιθανό αντίβαρο στην προσωπική του φράξια. Σχετικά πρόσφατα, ο πρωθυπουργός Li Keqiang συγκρούστηκε ανοιχτά με τον Σι για το ζήτημα της διατήρησης των σκληρών λοκντάουν λόγω COVID-19 σε ολόκληρη τη χώρα.

Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι, ο Li Keqiang και ο Wang Yang θεωρούνται επίσης τα στοιχεία μέσα στην ανώτατη ηγεσία που είναι πιο ανοιχτά υπέρ της αγοράς. Η απομάκρυνσή τους υποδεικνύει ότι ο Σι έχει πλήρη επίγνωση της ταραχώδους περιόδου που ακολουθεί για τον παγκόσμιο καπιταλισμό και τον αναπόφευκτο αντίκτυπό του στην κινεζική αγορά, πράγμα που θα απαιτήσει μεγαλύτερο ρόλο για το κράτος την επόμενη περίοδο.

Από την προηγούμενη ΜΕ, διατηρήθηκαν οι Wang Huning και Zhao Leji. Ο πρώτος συνεργάζεται στενά με τον Σι ως κύριος προπαγανδιστής του, ενώ ο δεύτερος διηύθυνε τις εκστρατείες κατά της διαφθοράς που ξερίζωσαν τους αντιπάλους του Σι μέσα στο κόμμα. Τα νέα μέλη της ΜΕ περιλαμβάνουν τον Κομματικό Γραμματέα της Σαγκάης Li Qiang, τον Κομματικό Γραμματέα του Πεκίνου Cai Qi, τον Διευθυντή του Γενικού Γραφείου του ΚΚΚ Ding Xuexiang και τον Περιφερειακό Κομματικό Γραμματέα της Γκουανγκντόνγκ, Li Xi. Ο Cai Qi και ο Li Qiang ήταν υφιστάμενοι του Σι όταν εκείνος κυβερνούσε την περιφέρεια Zhejiang μεταξύ 2003 και 2007 και αποτελούν πιστούς «υπολοχαγούς» του. Ο Ding Xuexiang ήδη υπηρέτησε ουσιαστικά ως αρχηγός του επιτελείου του Σι κατά την τελευταία θητεία.

Με αυτόν τον τρόπο, η ΜΕ στελεχώνεται πλέον εξ ολοκλήρου όχι μόνο από ανθρώπους που είναι ευθυγραμμισμένοι με τον Σι, αλλά και που έχουν ήδη εργαστεί ως υποτακτικοί του. Η ίδια φράξια, συχνά αποκαλούμενη «ο Νέος Στρατός της Zhejiang», που εργάζεται υπό τον Σι από την εποχή του στη Zhejiang μέχρι σήμερα, κυριαρχεί επίσης στο Πολιτικό Γραφείο και την Κεντρική Επιτροπή. Άλλες μεγάλες φράξιες, όπως η Κομμουνιστική Ένωση Νέων ή η φράξια του Jiang Zemin, έχουν χάσει κάθε φωνή τους εντός της ανώτατης ηγεσίας. Με αυτή τη νέα διάταξη, ο Σι ανακοινώνει στο Κόμμα, στη χώρα, και σε όλο τον πλανήτη, ότι ο ρόλος του στην καθοδήγηση του μέλλοντος της Κίνας δεν είναι τίποτα λιγότερο από απόλυτος.

Ίσως για να διανθιστεί αυτό το στοιχείο με κάποια θεατρικότητα, έλαβε χώρα ένας ανεπανάληπτος δημόσιος εξευτελισμός της κύριας αντίπαλης φράξιας του Σι καθώς ολοκληρωνόταν το Συνέδριο. Ο πρώην Πρόεδρος Χου Τζιντάο, ίσως ο κορυφαίος εκπρόσωπος της φράξιας της Κομμουνιστικής Ένωσης Νέων, βρισκόταν αρχικά δίπλα στον Σι Τζινπίνγκ στη διάταξη των θέσεων για το κλείσιμο του Συνεδρίου. Αλλά μόλις λίγο πριν το κλείσιμο, δύο υπάλληλοι προσπάθησαν να τον σηκώσουν σαν άψυχη κούκλα από τη θέση του, πριν τον οδηγήσουν έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων.

Αυτό το επεισόδιο διαδραματίστηκε μπροστά στον Τύπο. Τα πλάνα της απομάκρυνσης του Χου συνέλαβαν ξεκάθαρα την έκπληκτη αντίδρασή του και την απροθυμία του να φύγει. Ο Σι κοίταζε με ένα παγωμένο ανέκφραστο βλέμμα. Η διαδικασία συνεχίστηκε μετά την απομάκρυνση του Χου από την αίθουσα, με τον Σι να διακυρήττει τις αποφάσεις του Συνεδρίου δίπλα σε μια άδεια θέση. Αργότερα, επίσημες πηγές ισχυρίστηκαν ότι ο Χου απομακρύνθηκε επειδή ήταν «άρρωστος». Το μήνυμα, ωστόσο, είναι σαφές: ο Σι δεν βρίσκεται κάτω από κανέναν στην Κίνα, ούτε καν από τους πρώην ηγέτες της.

Εκτός από τις αλλαγές προσώπων στην κορυφή του Κόμματος και του κράτους, οι τροποποιήσεις του 20ου Συνεδρίου στο κομματικό καταστατικό σηματοδοτούν επίσης σημαντικές αλλαγές στις προοπτικές της γραφειοκρατίας.

Σε μια ακόμη κίνηση για την διασφάλιση της θέσης του, ο Σι Τζινπίνγκ επέβαλε την ενσωμάτωση των «Δύο Πυλώνων» (“Two Establishes”) στο καταστατικό του Κόμματος. Οι «Δύο Πυλώνες» δηλώνουν ρητά ότι ο Σι Τζινπίνγκ πρέπει να παραμείνει στον πυρήνα της ηγεσίας του Κόμματος, και ότι η «Σκέψη του Σι Τζινπίνγκ» (στμ: αναλυτικά, «Η Σκέψη του Σι Τζινπίνγκ για τον Σοσιαλισμό με Κινεζικά Χαρακτηριστικά στη Νέα Εποχή») πρέπει να γίνει η καθοδηγητική ιδεολογία του ΚΚΚ για την επόμενη περίοδο. Αυτό δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το ότι, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, ο Σι σκοπεύει να κυριαρχήσει στο κινεζικό κράτος για πολλά χρόνια. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί λόγοι να αμφιβάλλουμε ότι οι άλλοι παράγοντες θα παραμείνουν όντως σταθεροί.

Καταδικασμένος «Ρεφορμισμός με Κινεζικά Χαρακτηριστικά»

Μια άλλη αξιοσημείωτη τροποποίηση του καταστατικού του Κόμματος αφορούσε την επέκταση του ελέγχου στην οικονομία της αγοράς, και τον παράλληλο περιορισμό της αύξησης της ανισότητας. Η τροπολογία έχει ως εξής:

«…το σύστημα σύμφωνα με το οποίο η δημόσια ιδιοκτησία είναι ο βασικός πυλώνας και οι διαφορετικές μορφές ιδιοκτησίας αναπτύσσονται μαζί, το σύστημα σύμφωνα με το οποίο η διανομή ανάλογα προς την εργασία είναι ο βασικός πυλώνας ενώ υπάρχουν πολλαπλές μορφές διανομής δίπλα του, και η σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς, είναι σημαντικοί πυλώνες του σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά».

Αυτό αντανακλά τον επίμονο φόβο του καθεστώτος ότι οι ολοένα και πιο ασταθείς κύκλοι ανόδου-πτώσης της κινεζικής και της παγκόσμιας αγοράς απειλούν πλέον τη σταθερότητα του καθεστώτος. Ο Σι έχει αποκλείσει ρητά το ενδεχόμενο επιστροφής στη σχεδιασμένη οικονομία. Αυτό που πραγματικά εκφράζεται από το παραπάνω, είναι η πρόθεση της γραφειοκρατίας να παρέμβει στην αγορά για να «διορθώσει» τις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού.

Η ισχυρή βοναπαρτιστική γραφειοκρατία που υπάρχει στην Κίνα, έχει μετασχηματίσει σε βάθος δεκαετιών τη χώρα από μια σχεδιασμένη οικονομία σε μια καπιταλιστική οικονομία, ενώ διατηρεί έναν ισχυρό κρατικό τομέα. Εκείνη ενίσχυσε την ανάπτυξη της αγοράς και εκείνη συνεχίζει να πιστεύει ότι μπορεί να έχει τον έλεγχο. Αλλά η δυναμική της καπιταλιστικής οικονομίας είναι έξω από τον έλεγχο της γραφειοκρατίας ή και οποιουδήποτε μεμονωμένου καπιταλιστή πάνω στο κεφάλι του οποίου η γραφειοκρατία μπορεί να επιχειρήσει να επιβάλει την «πειθαρχία» της.

Η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Κίνα τα τελευταία είκοσι χρόνια ήταν εξαιρετικά γρήγορη, επιτυγχάνοντας εκείνη την εποχή ένα επίπεδο ανάπτυξης που οι δυτικές οικονομίες χρειάστηκαν πάνω από έναν αιώνα για να το φτάσουν. Ως συνέπεια της αστραπιαίας ταχύτητας της βιομηχανικής ανάπτυξης, υπάρχει πλέον πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Σήμερα, το ποσοστό της αξιοποιούμενης βιομηχανικής ικανότητας της Κίνας συνεχίζει να κυμαίνεται γύρω στο 75%. Συγκριτικά, το ποσοστό αξιοποίησης της παραγωγικής ικανότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες ανέρχεται στο 79%.

Αυτά είναι κλασικά συμπτώματα κρίσεων υπερπαραγωγής, τα οποία εξήγησε ο Μαρξ εδώ και πολύ καιρό. Οι κορεσμένες αγορές καθιστούν τις παραγωγικές επενδύσεις λιγότερο κερδοφόρες, και ως εκ τούτου οι επενδύσεις κατευθύνονται όλο και περισσότερο προς τη μη παραγωγική κερδοσκοπία. Όλα αυτά δείχνουν ότι η κρίση της Κίνας έχει τις ρίζες της στις αντιφάσεις του καπιταλισμού – όπως και στη Δύση – ανεξάρτητα από τις προσπάθειες του ΚΚΚ να συγκαλύψει το γεγονός ή να αμβλύνει αυτές τις αντιφάσεις.

Η αύξηση της ανισότητας – αναπόφευκτη στον καπιταλισμό – προκαλεί επίσης τεράστια δυσαρέσκεια στις κινεζικές μάζες. Το καθεστώς Σι έχει επίγνωση αυτού του προβλήματος. Ο Σι Τζινπίνγκ μάλιστα, συνέστησε στα μέλη του κόμματος να διαβάσουν το «Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα» του ρεφορμιστή ακαδημαϊκού Τομά Πικετί, προκειμένου να μάθουν πώς η ανισότητα στη Δύση έχει οδηγήσει σε πολιτική αστάθεια. Η απόπειρα της Κίνας να το αντιμετωπίσει αυτό κάπως, συνίσταται στο να αναδιανείμει με κάποιον τρόπο τον πλούτο – για άλλη μια φορά, μέσω του ισχυρού χεριού του κράτους.

Ωστόσο, μένει να δούμε πώς ακριβώς το ΚΚΚ σκοπεύει να το κάνει αυτό. Δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμη συγκεκριμένες πολιτικές όσον αφορά τη διανομή, αλλά έχουν μπει ισχυρότερα λουριά στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Πρόσφατα, μεγάλοι ιδιώτες καπιταλιστές και επιχειρήσεις, πάνω απ’ όλους ο Τζακ Μα, υπέστησαν περιορισμούς ή και ποινές για τα άγρια επίπεδα κερδοσκοπίας τους, που θεωρήθηκε ότι απειλούσαν τη σταθερότητα της οικονομίας. Το κόμμα-κράτος έχει επίσης τοποθετήσει στελέχη σε ιδιωτικές επιχειρήσεις για να επηρεάσει τη λήψη των αποφάσεών τους, με τον αριθμό των επιχειρήσεων με κομματικές επιτροπές στη διαχείρισή τους να έχει αυξηθεί σε πάνω από 1,6 εκατομμύρια από τότε που ο Σι ανέλαβε την εξουσία πριν από δέκα χρόνια.

Αν και οι ιδιώτες καπιταλιστές ανακλήθηκαν στην τάξη, η Κίνα εξακολουθεί να μην έχει θεσπίσει το είδος των μεταρρυθμιστικών μέτρων που έχουμε δει στο παρελθόν σε μερικές από τις πιο πλούσιες καπιταλιστικές χώρες. Το κινεζικό φορολογικό σύστημα ευνοεί έντονα τους πλούσιους και επιβαρύνει σκληρά τους εργαζόμενους. Αλλά κάθε απόπειρα εισαγωγής ενός πιο κοινού «προοδευτικού» φορολογικού συστήματος θα μπορούσε πιθανά να αποσταθεροποιήσει μια ήδη ασταθή οικονομία. Για παράδειγμα, ένα σχέδιο επέκτασης του φόρου ακίνητης περιουσίας το 2021 μπήκε «στον πάγο» καθώς ήρθε στο προσκήνιο η κρίση της Evergrande, στο πλαίσιο των φόβων ότι οι νέοι φόροι θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τον πανικό της αγοράς στον τομέα των ακινήτων της Κίνας.

Παρ’ όλα αυτά, με τη γραφειοκρατία να ανησυχεί για την αύξηση της ανισότητας και τον κοινωνικό αναβρασμό, το ισχυρό χέρι του κράτους μπορεί να επιχειρήσει κάποιου βαθμού «αναδιανομή πλούτου». Ωστόσο, οι μαρξιστές κατανοούν ότι τέτοια μέτρα δεν μπορούν να εξαλείψουν τις αντιφάσεις που αντιμετωπίζει η Κίνα. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια προσπάθεια θα μπορούσε ακόμη και να επισπεύσει την οικονομική κρίση που η γραφειοκρατία θέλει απεγνωσμένα να αποφύγει. Οποιαδήποτε προσπάθεια αποκατάστασης της κοινωνικής ισορροπίας από την πλευρά του κράτους σε αυτό το στάδιο, θα διαταράξει σοβαρά την οικονομική ισορροπία. Πράγματι, τα χρηματιστήρια του Χονγκ Κονγκ και της Σανγκάης υπέστησαν «καθίζηση» κατά το κλείσιμο του Συνεδρίου και μόνο με την υποψία ότι το καθεστώς του ΚΚΚ μπορεί κάποια στιγμή να επιβάλει μέτρα που οι αγορές θεωρούν επιζήμια.

Το καθεστώς Σι ονειρεύεται να δημιουργήσει μια διαρκώς αναπτυσσόμενη καπιταλιστική οικονομία την οποία θα διαχειρίζεται τέλεια το κράτος. Στην εναρκτήρια ομιλία του για το Συνέδριο ο Σι επανέλαβε τις «δύο αταλάντευτες αρχές», οι οποίες τονίζουν ότι το κράτος μπορεί να εγγυηθεί αμέσως τον πρωταρχικό ρόλο της κρατικής ιδιοκτησίας ενώ παράλληλα θα ενθαρρύνει πλήρως την ανάπτυξη της ατομικής ιδιοκτησίας, με ένα τέλεια σταθερό τρόπο. Αυτό είναι μια φαντασίωση, ανεξάρτητα από την ισχύ του κράτους πάνω στην οικονομία. Ο κινεζικός καπιταλισμός θα συνεχίσει να βαδίζει παραπατώντας προς το ίδιο χάος στο οποίο είναι βουτηγμένες ήδη οι καπιταλιστικές χώρες της Δύσης, εκτός αν ανατραπεί και αντικατασταθεί από τον σοσιαλιστικό σχεδιασμό της παραγωγής, βασιζόμενο στην εργατική δημοκρατία.

Το φάντασμα του μιλιταρισμού

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που απασχόλησε το Συνέδριο ήταν αυτό της Ταϊβάν. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Σι έχει φιλοδοξίες να προσαρτήσει την Ταϊβάν, καθώς γίνεται όλο και περισσότερο ζήτημα αιχμής για τις ΗΠΑ στον ενδοιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο δυνάμεων.

Στο Συνέδριο του Κόμματος, το ζήτημα της Ταϊβάν έγινε κεντρικό σε δύο βασικές στιγμές. Κατά την εναρκτήρια έκθεσή του στο Συνέδριο, ο Σι Τζινπίνγκ δήλωσε ότι η Κίνα «δεν θα δεσμευτεί ποτέ να εγκαταλείψει τη χρήση βίας» ως επιλογή για την προσάρτηση της Ταϊβάν. Στην ίδια έκθεση, ο Σι τόνισε την ανάγκη για εκσυγχρονισμό του στρατού ως απαραίτητο βήμα για να γίνει ένα «σοσιαλιστικό ισχυρό εκσυγχρονισμένο έθνος». Αργότερα, η φράση «κατά της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν» συμπεριλήφθηκε στο Καταστατικό του Κόμματος.

Το ζήτημα της Ταϊβάν έχει πολλές σημαντικές επιπτώσεις για το καθεστώς του ΚΚΚ στο σύνολό του. Στο εσωτερικό, η «ενοποίηση» με την Ταϊβάν ήταν μια βασική υπόσχεση του καθεστώτος, το οποίο βασίζεται ολοένα και περισσότερο στην εθνικιστική δημαγωγία. Οποιαδήποτε ένδειξη ότι το ΚΚΚ δεν είναι σε θέση να το πράξει θα έπληττε την αξιοπιστία του καθεστώτος του μεταξύ των μαζών.

Σε διεθνές επίπεδο, οι ΗΠΑ εξοπλίζουν γρήγορα την Ταϊβάν ως πρώτη γραμμή οχύρωσης κατά της Κίνας στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τις φιλοδοξίες της τελευταίας. Αυτό δίνει νέα χαρακτηριστικά κατεπείγοντος στην κατάσταση. Φέτος, ο Μπάιντεν έχει δηλώσει ρητά πολλές φορές ότι οι ΗΠΑ θα υπερασπίζονταν στρατιωτικά την Ταϊβάν. Αν και έχει αντικρουστεί από άλλους αξιωματούχους της κυβέρνησης, οι ΗΠΑ φαίνεται να μην μπορούν να εγκαταλείψουν την ιστορική τους θέση περί «στρατηγικής ασάφειας». Η ξαφνική επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν τον Αύγουστο ήταν άλλη μια πρόκληση που δοκίμασε τα όρια της Κίνας. Το αμερικανικό στρατιωτικό κατεστημένο σημαίνει κατά καιρούς τον συναγερμό για τα υποτιθέμενα κινεζικά σχέδια εισβολής στην Ταϊβάν, με πιο πρόσφατη την προειδοποίηση του ναυάρχου Matt Gilday ότι η Κίνα θα μπορούσε να εισβάλει στην Ταϊβάν ήδη από το 2023. Αυτές οι παρατηρήσεις δεν είναι παρά μια κυνική ιμπεριαλιστική συνωμοσία με στόχο τη συγκέντρωση υποστήριξης στο εσωτερικό της χώρας στο όνομα της «υπεράσπισης της δημοκρατίας».

Παρά την πολιτική «συναγερμισμού» από την πλευρά του Gilday, ο κινεζικός στρατός δεν είναι ακόμη εξοπλισμένος για να καταλάβει την Ταϊβάν μέσα σε ένα χρόνο. Ωστόσο, είναι σαφές ότι ο Σι έχει φιλοδοξίες να γίνει ο Κινέζος ηγέτης που θα προσαρτήσει την Ταϊβάν. Για να το πετύχει αυτό, καθώς και για να καλύψει την αυξανόμενη ανάγκη προστασίας των συμφερόντων του κινεζικού ιμπεριαλισμού σε όλο τον κόσμο, ο Σι θα πρέπει να επισπεύσει την ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος της Κίνας την επόμενη περίοδο.

Ο μιλιταρισμός από όλες τις πλευρές και το ενδεχόμενο του ξεσπάσματος ενός πολέμου ως αποτέλεσμα του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, αυξάνονται επομένως μέρα με τη μέρα. Οι αξιολύπητες εκκλήσεις για «ορθολογισμό» των κυρίαρχων τάξεων εκατέρωθεν είναι εντελώς ανέλπιδες. Ο καπιταλισμός ως σύστημα ωθεί εγγενώς τις χώρες προς τη σύγκρουση, καθώς η ανάγκη για το εκ νέου μοίρασμα της παγκόσμιας αγοράς αυξάνεται μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Η Ταϊβάν δεν είναι παρά ένα πιόνι στην προσπάθεια της Κίνας να κυριαρχήσει στην Ασία και για τις ΗΠΑ είναι ο τόπος όπου σκοπεύουν να οριοθετήσουν την ανερχόμενη εχθρότητά της.

Η οικονομία σε ασταθές έδαφος

Η τρίτη θητεία του Σι στη διακυβέρνηση της Κίνας θα είναι κάθε άλλο παρά η ομαλή και τακτοποιημένη υπόθεση που παρουσιάστηκε στο Συνέδριο.

Είναι ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι ο κινεζικός καπιταλισμός βρίσκεται στην αρχή μιας τεράστιας οικονομικής κρίσης, που έχει προετοιμαστεί από την ανάπτυξη των προηγούμενων δεκαετιών. Οι διαταραχές της πανδημίας COVID-19 απλά αύξησαν περαιτέρω την πίεση που ήδη υφίσταται η κινεζική οικονομία. Πριν από το 2020, το ερώτημα του εάν η Κίνα ήταν σε θέση να διατηρήσει την ανάπτυξη του ΑΕΠ πάνω από το 5% προκαλούσε ήδη μεγάλη ανησυχία για το καθεστώς. Ωστόσο, σήμερα το κράτος αρκείται σε έναν ρυθμό ανάπτυξης πολύ κάτω του 5%. Το ΔΝΤ μείωσε τις προβλέψεις για την ανάπτυξη της Κίνας το 2023 στο 4,4%. Το περιοδικό Caixin της ίδιας της Κίνας προβλέπει 2,4% για το 2022 και 4,6% για το 2023, με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα των λοκντάουν θα χαλαρώσουν μετά τον Οκτώβριο.

Εάν η Κίνα καταλήξει σε παρόμοιο ρυθμό ανάπτυξης με εκείνον της Δύσης, τότε θα υπάρξουν πολύ περισσότερα προβλήματα για το ΚΚΚ. Όπως τόνισε το Ατλαντικό Συμβούλιο:

«Ενώ προηγμένες οικονομίες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο βιώνουν συνήθως ανάπτυξη γύρω στο 2%, ένα τέτοιο σενάριο για την Κίνα θα μπορούσε να οδηγήσει σε μαζικές απολύσεις, ταχύ περιορισμό της πίστωσης και, ίσως το πιο ανησυχητικό για τον Σι, ένα σοβαρό πλήγμα για το κύρος του».

Η επιβράδυνση της ανάπτυξης και το χρέος είναι οι κύριες απειλές για την κινεζική οικονομία. Η εξελισσόμενη κρίση της Evergrande προέρχεται από το μη βιώσιμο εταιρικό χρέος, αλλά είναι μόνο ένα στιγμιότυπο του συνολικού προβλήματος χρέους της Κίνας. Μέχρι στιγμής, το συνολικό εθνικό χρέος ανέρχεται στο 230% του ΑΕΠ της Κίνας, ενώ ο εθνικός συντελεστής μόχλευσης (χρέος/εισόδημα) είναι στο 273%. Το μέσο ποσοστό επιτοκίων των νοικοκυριών, ένας βασικός δείκτης για το πόσο το χρέος επηρεάζει τις ζωές των απλών ανθρώπων, ανέρχεται πλέον στο 70%.

Το κράτος, το οποίο ο Σι ελπίζει να χρησιμοποιήσει για να διαχειριστεί την οικονομία της αγοράς, έχει το ίδιο ένα χρέος που αυξάνεται διαρκώς. Το ποσοστό χρέους της κεντρικής κυβέρνησης λέγεται ότι είναι περίπου 43%. Ωστόσο, τα περιφερειακά χρέη ποικίλλουν τρομερά. Οι υπερχρεωμένες επαρχίες, όπως οι Qinghai, Heilongjiang, Ningxia και η Εσωτερική Μογγολία, είχαν διαφορές στα ποσοστά δαπανών προς το εισόδημα που ξεπερνούσαν το 300% από το 2020. Επιπλέον, σε μια προσπάθεια αναζωογόνησης της κινεζικής οικονομίας μετά από τα σκληρά λοκντάουν σε πολλές περιοχές, το κεντρικό κράτος έχει δώσει οδηγίες στις περιφερειακές κυβερνήσεις να λάβουν δραστικά κεϋνσιανά μέτρα για να στηρίξουν την οικονομία, ωθώντας πολλές επαρχίες στην περαιτέρω αύξηση του χρέους και ασκώντας παράλληλα πίεση στη μειοψηφία των επαρχιών που έχουν θετικό ισοζύγιο για το κράτος. Οι κρατικές επιχειρήσεις που διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην κινεζική οικονομία, έχουν πλέον ποσοστά χρέους προς το σύνολο του ενεργητικού πάνω από 63,7%. Τα χρέη αυξάνονται παντού στην Κίνα και μέχρι στιγμής το καθεστώς δεν έχει λάβει κανένα μέτρο που να μπορεί να τα περιορίσει.

Το κινεζικό μοντέλο του καπιταλισμού έχει εκτροχιαστεί. Όλο και περισσότερο, εξαρτάται από τον τομέα των ακινήτων για την ανάπτυξη. Αλλά αυτός ο τομέας έχει τώρα ποσοστό χρέους 75%, περίπου το ίδιο ποσοστό με τον τομέα ακινήτων των ΗΠΑ το 2008. Η κατασκευή ακινήτων αποτέλεσε τη βάση για την οικονομία των τοπικών κυβερνήσεων, αφού το 40% των εσόδων τους προέρχεται από πωλήσεις γης σε κατασκευαστές. Αυτό με τη σειρά του είναι εξαιρετικά σημαντικό, διότι οι τοπικές κυβερνήσεις είναι εκείνες που είναι υπεύθυνες για την ώθηση της υπόλοιπης ανάπτυξης της οικονομίας, δανείζοντας χρήματα για επενδύσεις σε υποδομές.

Οι επενδυτές ακινήτων δεν μπόρεσαν να αποπληρώσουν υπεράκτια ομόλογα-«μαμούθ» ύψους 31,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι τον Αύγουστο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πωλήσεις κατοικιών κατέρρευσαν κατά περίπου 30% τον περασμένο χρόνο, οδηγώντας πολλές εταιρείες ακινήτων σε χρεοκοπία. Καθώς τα έσοδα των επενδυτών κατέρρευσαν, μείωσαν τις αγορές γης για νέα έργα. Ως αποτέλεσμα, οι αγορές γης από τις οποίες εξαρτώνται οι τοπικές κυβερνήσεις μειώθηκαν κατά 28% φέτος. Αυτή η εξάντληση του εισοδήματος των τοπικών αρχών θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει το χρέος των 7,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων (σχεδόν το μισό του κινεζικού ΑΕΠ το 2021!), οδηγώντας σε μια ανοιχτή οικονομική κρίση.

Αυτό το βουνό μη βιώσιμου χρέους των τοπικών κυβερνήσεων, και η κερδοσκοπική έκρηξη ανάπτυξης των κατοικιών που συνδέεται με αυτό, συσσωρεύτηκαν για να σώσουν την Κίνα και τον κόσμο από την ύφεση το 2008.

Όπως μπορούμε να δούμε, δεν υπάρχει λύση στον καπιταλισμό που θα μπορούσε να λύσει μια για πάντα αυτά τα προβλήματα. Η χαμηλή ανάπτυξη και το χρέος δεν είναι παρά τα συμπτώματα της κρίσης υπερπαραγωγής. Καμία συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του κράτους δεν μπορεί να τα αποφύγει.

Η αποσύνδεση

Σε διεθνές επίπεδο, η τρίτη θητεία του Σι Τζινπίνγκ θα συναντήσει έναν κόσμο γεμάτο αντιπαλότητες, προστατευτισμό και συγκρούσεις. Πάνω απ’ όλα, η Κίνα θα συγκρουστεί με τον απελπισμένο και φιλοπόλεμο ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και τους συμμάχους του.

Η Κίνα συνειδητοποιεί την ανάγκη να θωρακιστεί οικονομικά μέσω της αποσύνδεσής της από τη διεθνή αλυσίδα εφοδιασμού που τελικά κυριαρχείται από τη Δύση.

Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές καθώς οι ΗΠΑ προσπάθησαν να γονατίσουν την τεχνολογική βιομηχανία της Κίνας μέσω της κύρωσης στα μικροτσίπ που εισήχθη τον Οκτώβριο του 2022. Σε απάντηση, η Κίνα κάνει τεράστιες επενδύσεις για να επιτύχει μια «ανεξαρτησία σε μικροτσίπ». Γενικότερα, η Κίνα θέσπισε ένα σχέδιο αντικατάστασης όλων των ξένων εξαρτημάτων υπολογιστών σε εγχώριες εγκαταστάσεις εντός τριών ετών. Οι Κινέζοι προμηθευτές ανταλλακτικών υπολογιστών για την κινεζική αγορά αύξησαν το μερίδιό τους στην αγορά έναντι των ξένων προμηθευτών. Η Lenovo (57%) και η Founder (15%) είναι πλέον οι κύριοι προμηθευτές, ενώ η Intel και η Dell κινούνται σε μονοψήφια ποσοστά.

Η απόπειρα της Κίνας να αποσυνδέσει τις αλυσίδες εφοδιασμού τεχνολογίας της είναι μέρος μιας γενικότερης προσπάθειας αποσύνδεσης για να προστατευθεί από οικονομικές επιθέσεις από τη Δύση.

Παρόμοιες προσπάθειες έχουν γίνει από το καθεστώς του Σι και για διπλωματική αποσύνδεση. Σε αντίθεση με τα χρόνια πριν από τον Σι, όταν η Κίνα υιοθέτησε μια συμβιβαστική στάση έναντι των διπλωματικών θεσμών που κυριαρχούνταν από τις ΗΠΑ, η διπλωματία υπό τον Σι χαρακτηρίζεται από μεγάλα κάγκελα ασφαλείας κατά της Δύσης (είναι γνωστή ως «Διπλωματία του Πολεμιστή Λύκου»), με προσπάθειες διάδοσης εναλλακτικών διεθνών θεσμών όπου η Κίνα μπορεί να συγκεντρώσει την υποστήριξη από άλλες χώρες.

Σε αυτόν τον ολοένα και πιο πολυπολικό και ασταθή κόσμο, η Κίνα υπό τον Σι Τζινπίνγκ θα γίνει αναπόφευκτα σημαντικός πόλος ενάντια στο ιμπεριαλιστικό μπλοκ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Η κινεζική εργατική τάξη αναπόφευκτα θα υποφέρει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καθώς βαθαίνει η σύγκρουση μεταξύ των αρχουσών τάξεων αυτών των διαφορετικών δυνάμεων.

Αγώνας από τα κάτω

Η ηγεσία του Σι βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητα. Η κινεζική εργατική τάξη υπέφερε πολύ την περασμένη περίοδο, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια. Έχουμε δει μια αντίστοιχα απότομη άνοδο της διάθεσής της για αγώνα, ειδικά στις τάξεις της νεολαίας.

Η κινεζική εργατική τάξη υπέφερε πολύ από τα σκληρά μέτρα των λοκντάουν που επέβαλε το κράτος στη μάταιη προσπάθειά του να διατηρήσει την πολιτική «μηδενικής COVID». Η καθημερινή ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων διαταράσσεται από συνεχείς εντολές να κάνουν μοριακά τεστ, ενώ όσοι είναι αρκετά ατυχείς να προσβληθούν από τον ιό (καθώς και οι γείτονές τους) μεταφέρονται σε κακοδιαχειριζόμενα κέντρα καραντίνας. Δεκάδες χιλιάδες έχουν χάσει τις δουλειές τους ή έχουν τεθεί σε άδεια, και οι τιμές των τροφίμων έχουν εκτοξευθεί στα ύψη στις ζώνες καραντίνας. Πολλοί που έχουν διαταχθεί να μείνουν στο σπίτι δεν μπορούν να έχουν την απαραίτητη πρόσβαση στα καθημερινά αναγκαία.

Αυτά τα βιαστικά μέτρα που έλαβε το καθεστώς χωρίς να ληφθεί υπόψη η διάθεση των μαζών προκάλεσαν γρήγορα τη μαζική δυσαρέσκεια. Τις περισσότερες φορές αυτή η δυσαρέσκεια έχει εκφραστεί μέσω κυμάτων διαθέσεων θυμού στο διαδίκτυο που αψηφούν τους σκληρούς κανόνες λογοκρισίας. Σε άλλες περιπτώσεις, εντυπωσιακά δείγματα οργάνωσης, όπως οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στις πανεπιστημιουπόλεις ή οι διαμαρτυρίες των τραπεζικών καταθετών της Χενάν έχουν συσπειρώσει ακόμη και χιλιάδες ανθρώπους παρά την πανταχού παρούσα παρακολούθηση του διαδικτύου από τις κρατικές υπηρεσίες.

Πιο πρόσφατα, ένας μοναχικός άνδρας ταξίδεψε στην πολυσύχναστη γέφυρα Σιτόνγκ του Πεκίνου και κρέμασε ένα πανό που απαιτούσε το δικαίωμα ψήφου και έκανε έκκληση για απεργίες για την καθαίρεση του Σι Τζινπίνγκ. Αυτός ο άνδρας συνελήφθη γρήγορα από τις αρχές, αλλά τα βίντεο με το κατόρθωμά του εξαπλώθηκαν ακόμη πιο γρήγορα στο διαδίκτυο και συγκέντρωσαν ευρεία συμπάθεια από όλη τη χώρα. Ένα μανιφέστο που θεωρείται ότι γράφτηκε από αυτόν τον άνδρα έχει επίσης κυκλοφορήσει. Ενώ φαίνεται να έχει αυταπάτες ότι η Κίνα θα μπορούσε να μεταρρυθμιστεί με αστικές φιλελεύθερες πολιτικές, η αποφασιστική του πράξη έχει εμπνεύσει τη διεξαγωγή πολλών συζητήσεων, και ορισμένοι μάλιστα έχουν καταλήξει σε συμπεράσματα που υπερβαίνουν κατά πολύ τα φιλελεύθερα δημοκρατικά αιτήματα και κινούνται προς μια σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Υπήρξαν πολλά περισσότερα περιστατικά μόνο κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, που δεν μπορούν να αναφερθούν εδώ. Αλλά ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: η κινεζική εργατική τάξη έρχεται αντιμέτωπη ολοένα και περισσότερο με τρομερά γεγονότα. Κάποια στιγμή θα βάλει αναπόφευκτα τη σφραγίδα της στην ιστορία. Καθώς η κρίση του καπιταλισμού βαθαίνει εντός της Κίνας, περισσότεροι άνθρωποι θα ωθούνται στους δρόμους για να εκφράσουν την οργή τους. Η πίεση πάνω στους απλούς εργαζόμενους και τη νεολαία είναι ήδη αφόρητη. Αργά ή γρήγορα, οι μάζες θα αναγκαστούν να ακολουθήσουν τον δρόμο της ταξικής πάλης.

Το 20ο Συνέδριο του Κόμματος δείχνει ότι η ηγεσία του ΚΚΚ υπό τον Σι έχει επίγνωση της δυνατότητας για ταξικές συγκρούσεις που αναπτύσσεται στην κινεζική κοινωνία, και θα προσπαθήσει απεγνωσμένα να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη. Η εγκληματική κλίκα που πλαισιώνει τον Σι Τζινπίνγκ, ωστόσο, θα ανακαλύψει τελικά ότι όση εξουσία και αν έχει συγκεντρώσει στα χέρια της, δεν θα είναι αποτελεσματική εναντίον της κινεζικής εργατικής τάξης μόλις η τελευταία μπει στον δρόμο της ταξικής πάλης.

Μετάφραση από την ιστοσελίδα marxist.com: Κωνσταντίνος Αυγέρος, Πάτροκλος Ψάλτης