Παλαιστίνη: η αποτυχία της λύσης των «δύο κρατών» και η κομμουνιστική εναλλακτική λύση

Γιατί η διεκδίκηση μια λύσης «δύο κρατών» για το παλαιστινιακό εθνικό ζήτημα είναι λανθασμένη και ποια είναι η θέση που πρέπει να προβάλλουν οι κομμουνιστές.

[Source]

Ο γενοκτονικός πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα φτάνει σε ένα κομβικό στάδιο. Οι φρικιαστικές εικόνες των σφαγιασμένων αμάχων έχουν προκαλέσει ένα κύμα αποτροπιασμού σε όλο τον κόσμο. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν βγει στους δρόμους σε πρωτεύουσες σε όλη τη Μέση Ανατολή, απαιτώντας δράση για τη στήριξη της Γάζας, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες στη Δύση διαμαρτυρήθηκαν για τη συνενοχή των κυβερνήσεών τους στα εγκλήματα του Ισραήλ. Η IMT υποστηρίζει ολόψυχα αυτό το κίνημα και στέκεται απόλυτα αλληλέγγυα στον αγώνα του παλαιστινιακού λαού για εθνική απελευθέρωση και ενάντια στην ιμπεριαλιστική καταπίεση. Αλλά προκύπτει αμέσως το ερώτημα, πώς μπορεί να επιτευχθεί η παλαιστινιακή ελευθερία; Και αυτό το ερώτημα απαιτεί ξεκάθαρη απάντηση.

Καμία επίλυση

Πολλά αριστερά κόμματα και εργατικές οργανώσεις έχουν ζητήσει μια άμεση κατάπαυση του πυρός και ένα ειρηνευτικό σχέδιο, προβάλλοντας την προοπτική τερματισμού της ισραηλινής κατοχής της Παλαιστίνης. Η Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία, για παράδειγμα, απαίτησε τον τερματισμό «της ισραηλινής κατοχής και του εποικισμού στα κατεχόμενα αραβικά εδάφη, όπως προβλέπεται στα ψηφίσματα του ΟΗΕ», και τη δημιουργία «ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967 με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ και με εγγυημένο το δικαίωμα επιστροφής των Παλαιστινίων προσφύγων».

Τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε όλο τον κόσμο έχουν βγάλει παρόμοιες ανακοινώσεις, με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βρετανίας (ΚΚΒ) να ζητά «την εφαρμογή μιας λύσης δύο κρατών βασισμένης στα σύνορα προ του 1967 για την ίδρυση ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους».

Αλλά πέρα από το αίσθημα της υποστήριξης, τι πραγματικά προσφέρει αυτό στις παλαιστινιακές μάζες; Το πρώτο καθήκον κάθε κομμουνιστή είναι να λέει την αλήθεια, και η πιο στοιχειώδης αλήθεια στην όλη κατάσταση είναι ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να βοηθήσει λιγότερο τον λαό της Παλαιστίνης από τα ανίσχυρα ψηφίσματα του ΟΗΕ και τις ίντριγκες της «διεθνούς κοινότητας».

Καταρχάς, τα προ του 1967 σύνορα καθορίστηκαν μέσω της εθνοκάθαρσης 700.000 Παλαιστινίων μεταξύ 1947 και 1949, γνωστής ως Νάκμπα («καταστροφή» στα αραβικά), η οποία πραγματοποιήθηκε από σιωνιστικές πολιτοφυλακές με την υποστήριξη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Μέχρι το τέλος του 1949 το Ισραήλ είχε καταλάβει το 78% της Παλαιστίνης. Ποια ήταν η απάντηση της «διεθνούς κοινότητας»; Αναγνώρισε αυτό το αιματηρό τετελεσμένο ως την «Πράσινη Γραμμή», το ίδιο αυτό σύνορο στο οποίο το ΚΚΒ και άλλοι θέλουν τώρα να επιστρέψουμε.

Το Ισραήλ παραβίασε την Πράσινη Γραμμή το 1967 όταν κατέλαβε ολόκληρη την Παλαιστίνη στον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Η απάντηση του ΟΗΕ ήταν να περάσει το Ψήφισμα 242, το οποίο παραμένει ανεφάρμοστο μέχρι σήμερα. Πρέπει επομένως να αναρωτηθούμε: αν τα Ηνωμένα Έθνη ήταν εντελώς ανίκανα (και απρόθυμα) να επιβάλουν τα δικά τους μεσοβέζικα ψηφίσματα από το 1947, τότε ποιος θα το κάνει;

Μια σάπια ειρήνη

Αυτό που λείπει πάντα από τις εκκλήσεις για μια λύση «δύο κρατών» είναι οποιαδήποτε πρόταση για το πώς αυτό θα επιτευχθεί. Όταν οργανώσεις ζητούν μια ειρηνευτική συμφωνία είναι απαραίτητο να ρωτήσουμε: τι είδους συμφωνία, εκπονημένη από ποιον, και για να εφαρμοστεί από ποιον;

Η Παλαιστίνη έχει μια κάποια εμπειρία από ειρηνευτικές συμφωνίες. Για την ακρίβεια, η παρούσα κρίση είναι το προϊόν της πλήρους αποτυχίας της λύσης των «δύο κρατών» που προσδιορίστηκε στις Συμφωνίες του Όσλο το 1993 και το 1995.

Σύμφωνα με τους όρους αυτής της συμφωνίας, που εκπονήθηκε πίσω από την πλάτη του παλαιστινιακού λαού, το Ισραήλ συμφώνησε να αποσυρθεί μερικώς από τα κατεχόμενα εδάφη και ιδρύθηκε ένα παλαιστινιακό ημικράτος, που ονομάζεται Παλαιστινιακή Αρχή. Το πρόβλημα, ωστόσο, ήταν ότι το 60% της Δυτικής Όχθης θα παρέμενε υπό τον πλήρη έλεγχο του Ισραήλ.

Σε αντάλλαγμα, ο Γιάσερ Αραφάτ και η PLO (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) συμφώνησαν να αναγνωρίσουν το κράτος του Ισραήλ και να εγκαταλείψουν το αίτημά τους για αναγνώριση του δικαιώματος των Παλαιστινίων που εκτοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της Νάκμπα να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ανταυτού, η παλαιστινιακή ηγεσία συμφώνησε να εργαστεί για την αποκατάσταση των προ του 1967 συνόρων, όπως αναγνωρίζονται στο ψήφισμα 242 του ΟΗΕ – ακριβώς τους όρους που ζητούν σήμερα τα επίσημα Κομμουνιστικά Κόμματα.

Επιπλέον, τα μέρη συμφώνησαν «να προετοιμάσουν το έδαφος για την ενίσχυση της οικονομικής βάσης της παλαιστινιακής πλευράς». Αλλά για να επιτευχθεί αυτό προβλεπόταν η ενσωμάτωση της Παλαιστίνης σε μια τελωνειακή ένωση με το Ισραήλ. Η Παλαιστίνη θα χρησιμοποιούσε επίσης το ίδιο νόμισμα, το ισραηλινό σέκελ.

Τέλος, ιδρύθηκε μια παλαιστινιακή αστυνομική δύναμη, αλλά το ισραηλινό κράτος διατήρησε «όλες τις εξουσίες» για να διαφυλάξει την «εσωτερική ασφάλεια και τάξη». Το Ισραήλ διατήρησε επίσης τον αποκλειστικό έλεγχο των συνόρων και του εναέριου χώρου της Παλαιστίνης.

Ποιο ήταν το αποτέλεσμα αυτής της «ειρήνης»; Τριάντα χρόνια μετά, οι συνθήκες διαβίωσης στην Παλαιστίνη είναι χειρότερες. Η ανεργία στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη ήταν 7% το 1993, σήμερα είναι 24%. Η ανεργία των νέων ανέρχεται σχεδόν στο 37%. Το πιο πρόσφατο στοιχείο για την ανεργία στη Γάζα είναι ακόμη χειρότερο, φτάνοντας το 45%, και ακόμα ψηλότερο για τους νέους. Αυτό ήταν πριν από τον βομβαρδισμό του Ισραήλ. Ολόκληρη η παλαιστινιακή οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση αποικιακής εξάρτησης από το Ισραήλ, το οποίο παρέχει το 58% των εισαγωγών της και λαμβάνει περίπου το 86% των εξαγωγών της.

Η Παλαιστινιακή Αρχή και το κυβερνών κόμμα της Φατάχ δεν είναι πια παρά μια διεφθαρμένη κλίκα, η οποία παραμένει στην εξουσία μόνο και μόνο επειδή χρησιμεύει ως ένα χρήσιμο καθεστώς-μαριονέτα για το ισραηλινό κράτος. Και έτσι ακριβώς τους βλέπουν και οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι. Ο πυροβολισμός Παλαιστινίων διαδηλωτών στη Ναμπλούς από τις δυνάμεις ασφαλείας της Παλαιστινιακής Αρχής την περασμένη εβδομάδα είναι μια γραφική απεικόνιση αυτού του γεγονότος.

Όταν η μαζική εχθρότητα προς τη Φατάχ έδωσε τη νίκη στη Χαμάς στις βουλευτικές εκλογές του 2006, το Ισραήλ, η ΕΕ και οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το αποτέλεσμα και άσκησαν πίεση στη Φατάχ να μην παραδώσει την εξουσία. Ως αποτέλεσμα, η Παλαιστίνη διχάστηκε από έναν εμφύλιο πόλεμο που άφησε πίσω του τη Γάζα υπό τον έλεγχο της Χαμάς και τη Δυτική Όχθη υπό τον έλεγχο της Φατάχ. Έκτοτε δεν έγιναν ξανά εκλογές.

Η λεγόμενη λύση των «δύο κρατών» πέτυχε να δημιουργήσει δύο Παλαιστίνες, ή μάλλον, δύο άθλιες «αποθήκες» στις οποίες οι Παλαιστίνιοι κρατούνται σαν φυλακισμένοι στην ίδια τους τη χώρα. Στο μεταξύ, η επέκταση των παράνομων εποικισμών στη Δυτική Όχθη συνεχίστηκε υπό κάθε ισραηλινή κυβέρνηση από την υπογραφή των Συμφωνιών.

Η Παλαιστίνη δεν ήταν ποτέ πιο μακριά από την ανεξαρτησία από ό,τι είναι τώρα. Η οικονομία της στραγγαλίζεται συστηματικά και η λεγόμενη Παλαιστινιακή Αρχή δεν έχει καμία απολύτως εξουσία. Τα ευσεβή ψηφίσματα που ζητούν απλώς επιστροφή στα προ του 1967 σύνορα και «ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος» αφηρημένα, παραβλέπουν τελείως αυτό το γεγονός.

Ισραηλινός ιμπεριαλισμός

Οι υποστηρικτές μιας λύσης «δύο κρατών» μπορεί να διαμαρτυρηθούν ότι το πρόβλημα είναι ότι οι δεξιές ισραηλινές κυβερνήσεις, και ο Μπενιαμίν Νετανιάχου ειδικότερα, ενήργησαν κακόπιστα και σκόπιμα υπονόμευσαν την πορεία προς την ειρήνη. Όλα αυτά είναι αλήθεια, φυσικά, αλλά τότε πρέπει να αναρωτηθούμε: ποια ισραηλινή κυβέρνηση θα ήταν πρόθυμη ή ικανή να εγκαταλείψει ολόκληρη τη Δυτική Όχθη; Επιπλέον, ποια ισραηλινή κυβέρνηση θα ήταν διατεθειμένη ουσιαστικά να πληρώσει το τίμημα για την ανάπτυξη μιας βιώσιμης και ανεξάρτητης παλαιστινιακής οικονομίας στα σύνορά της;

Το Ισραήλ είναι ένα καπιταλιστικό κράτος, που έχει αναπτύξει ιμπεριαλιστικά συμφέροντα σε όλη την περιοχή. Και η κυριαρχία ολόκληρης της Παλαιστίνης είναι απόλυτη ανάγκη για την υπεράσπιση αυτών των συμφερόντων. Αυτό το γεγονός αναγνωριζόταν από τους ιδρυτές του Ισραήλ και έχει καθορίσει την πολιτική κάθε ισραηλινής κυβέρνησης από το 1948.

Ο πολλαπλασιασμός των παράνομων εποικισμών στη Δυτική Όχθη συνεχίστηκε από το 1967 και επιταχύνθηκε από το 1993. Υπάρχουν τώρα περισσότεροι από 700.000 Εβραίοι έποικοι που ζουν παράνομα στα κατεχόμενα της Δυτικής Όχθης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, εκμεταλλευόμενοι την εργασία Παλαιστινίων που εργάζονται σε συνθήκες σχεδόν σκλάβων. Και οι οικισμοί των εποίκων έχουν γίνει μια ισχυρή πολιτική δύναμη που καμία κυβέρνηση στο Ισραήλ δεν μπορεί να αγνοήσει.

Δεν ήταν το Λικούντ ή ο Νετανιάχου, αλλά το ισραηλινό Εργατικό Κόμμα του Γιτζάκ Ράμπιν που διαπραγματεύτηκε τις Συμφωνίες του Όσλο, με τη χαρακτηριστική επιμονή τους στην οικονομική «συνένωση» της ισραηλινής και της παλαιστινιακής οικονομίας. Και όταν η συμμαχία «Ένα Ισραήλ» των Εργατικών ήρθε στην εξουσία το 1999, ούτε ανέστρεψε ούτε καν σταμάτησε την περαιτέρω επέκταση των ισραηλινών εποικισμών στη Δυτική Όχθη.

Στον ιμπεριαλισμό, η ειρήνη είναι απλώς η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Η μόνη διαφορά μεταξύ του φιλελεύθερου και του δεξιού Σιωνισμού είναι ότι ο πρώτος προτιμά να βάζει ήσυχα την μπότα του στο λαιμό των Παλαιστινίων μέχρι να τους πνίξει, ενώ ο δεύτερος τους κλωτσάει επανειλημμένα στο πρόσωπο.

Αυτό στο οποίο αντιτίθεται η φιλελεύθερη πτέρυγα της ισραηλινής άρχουσας τάξης δεν είναι η τερατώδης καταπίεση των Παλαιστινίων αλλά η προοπτική ότι οι προκλήσεις της δεξιάς θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε άλλη μια εξέγερση των παλαιστινιακών μαζών. Και οι φόβοι τους επιβεβαιώνονται από τα γεγονότα.

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει βιώσιμο παλαιστινιακό κράτος και δεν θα υπάρξει ποτέ όσο συνεχίζει να υπάρχει ο ισραηλινός καπιταλισμός. Η αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη πρέπει να ξεκινά από αυτό το αναπόφευκτο δεδομένο, το οποίο είναι ήδη κατανοητό από την πλειοψηφία στην Παλαιστίνη.

Σε μια δημοσκόπηση τον Σεπτέμβριο, που διεξήχθη από το Παλαιστινιακό Κέντρο Πολιτικής και Έρευνας (PSR), το 64% είπε ότι η κατάσταση είναι χειρότερη σήμερα απ’ ό,τι πριν από το Όσλο, το 71% είπε ότι ήταν λάθος να υπογράψει η PLO τη συμφωνία εξαρχής, και το 53% είπε ότι ο ένοπλος αγώνας είναι ο καλύτερος δρόμος για τον παλαιστινιακό απελευθερωτικό αγώνα.

Η διεκδίκηση ενός νέου ειρηνευτικού σχεδίου στην ίδια γραμμή με το Όσλο υπό τις παρούσες συνθήκες είναι στην καλύτερη περίπτωση περισπασμός και στη χειρότερη εξαπάτηση. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ πήραν την πρωτοβουλία και λειτούργησαν ως μεσολαβητές για τις Συμφωνίες του Όσλο το 1993, και ο λόγος για τον οποίο μια σειρά προέδρων των ΗΠΑ υιοθέτησαν έκτοτε τη λεγόμενη λύση των «δύο κρατών». Αυτός είναι επίσης ο λόγος που μεγάλο μέρος της παλαιστινιακής νεολαίας δικαίως την απέρριψε.

Η ειλικρινής εναντίωση στον πόλεμο και την καταστροφή είναι απολύτως κατανοητή, αλλά στη σύγκρουση μεταξύ καταπιεστή και καταπιεσμένου, το καλύτερο που μπορεί να επιτύχει ο πασιφισμός είναι να κηρύττει την παθητικότητα στις μάζες και να εκτρέπει τον αγώνα προς ένα αδιέξοδο.

Για μια επαναστατική λύση

Δεν υπάρχει μεταρρυθμιστικός-ρεφορμιστικός δρόμος προς την παλαιστινιακή απελευθέρωση. Η διεθνής πίεση και οι συμφωνίες «ειρήνης» μπορούν μόνο να διατηρήσουν το ήδη αφόρητο status quo. Οι παλαιστινιακές μάζες μπορούν να βασιστούν μόνο στις δικές τους δυνάμεις, υποστηριζόμενες από την αλληλεγγύη της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Μια νέα εξέγερση σε ολόκληρη την Παλαιστίνη, βασισμένη πρωτίστως στην επαναστατική νεολαία, θα μπορούσε να κλονίσει όχι μόνο το ισραηλινό καθεστώς αλλά και ολόκληρη την περιοχή.

Κινητοποιημένο γύρω από ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα, το κίνημα θα μπορούσε να ξεπεράσει τα τεχνητά σύνορα της Παλαιστίνης και να αγγίξει τους Άραβες εργάτες που ζουν στην ισραηλινή πλευρά της Πράσινης Γραμμής, τους εργάτες και τους φτωχούς των γειτονικών αραβικών κρατών που φλέγονται από αγανάκτηση για τη συνενοχή των δικών τους αρχουσών τάξεων στα εγκλήματα του Σιωνισμού, και θα μπορούσε να αρχίσει να τροφοδοτεί την ταξική πάλη και να διασπά την εθνική ενότητα μεταξύ Ισραηλινών εργατών και αφεντικών, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για την κυριαρχία των τελευταίων.

Αλλά το να περιοριστεί ένα τέτοιο πανίσχυρο κίνημα στην εγκαθίδρυση μιας αδύναμης καπιταλιστικής Παλαιστίνης πλάι σε κάποια «δημοκρατική» εκδοχή του σημερινού καπιταλιστικού Ισραηλινού κράτους, θα ήταν πλήρης αυτοϋπονόμευση. Στην πραγματικότητα, θα ήταν αδύνατο να επέλθει ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Η ισραηλινή άρχουσα τάξη, εάν η κυριαρχία της απλώς κλονιζόταν αντί να συντριβεί, θα ανέκαμπτε ζητώντας εκδίκηση. Θα στρεφόταν σε κάτι ακόμα πιο εφιαλτικό από τη σημερινή κατάσταση. Το αντιδραστικό σιωνιστικό κατεστημένο πρέπει να διαλυθεί πλήρως, η άρχουσα τάξη να απαλλοτριωθεί και η γη και τα μονοπώλια πρέπει να τεθούν υπό τον έλεγχο της εργατικής τάξης.

Μόνο ένα καθεστώς εργατικής δημοκρατίας μπορεί να αντικαταστήσει το σημερινό κράτος του Ισραήλ, να τερματίσει την κατοχή, να επιλύσει το θεμελιώδες ζήτημα της γης και να σεβαστεί τα δημοκρατικά δικαιώματα τόσο των Εβραίων όσο και των Αράβων. Με λίγα λόγια, δεν είμαστε υπέρ μιας απατηλής ειρήνης – είμαστε υπέρ της επανάστασης.

Αλλά αυτό που απαιτείται είναι μια επανάσταση που δεν σέβεται ούτε την καπιταλιστική «δημοκρατία» ούτε τα εθνικά σύνορα, που δεν σταματά παρά μόνο όταν ο ισραηλινός ιμπεριαλισμός και οι μαριονέτες του στην Παλαιστίνη έχουν συντριβεί πλήρως, και που ικανοποιεί τις επιτακτικές ανάγκες του παλαιστινιακού λαού για γη, εργασία, στέγαση και μια αξιοπρεπή ύπαρξη για όλους. Αυτό σημαίνει ότι η επανάσταση πρέπει να είναι σοσιαλιστική – ο μόνος τρόπος για να αφαιρεθεί η υλική βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η σιωνιστική άρχουσα ελίτ.

Γι’ αυτό λέμε: για μια Ιντιφάντα μέχρι τη νίκη!